κατευθύνομαι

κατευθύνομαι
κατευθύνομαι, κατευθύνθηκα βλ. πίν. 49

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • άνειμι — ἄνειμι (Α) [είμι] 1. τραβώ προς τα επάνω, ανεβαίνω 2. (για τον ήλιο) ανατέλλω 3. (για νερό) βγαίνω στην επιφάνεια, αναβλύζω 4. αναπλέω, βγαίνω στα ανοιχτά 5. πηγαίνω σε κάποιον για να ζητήσω βοήθεια, καταφεύγω ως ικέτης 6. επανέρχομαι, γυρίζω… …   Dictionary of Greek

  • έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • ανατρέχω — (AM ἀνατρέχω) 1. τρέχω ή κατευθύνομαι προς τα πίσω 2. θυμάμαι τα περασμένα, αναπολώ νεοελλ. καταφεύγω σε βοήθημα ή λεξικό αρχ. 1. υποχωρώ, αποσύρομαι 2. ανιχνεύω, αναζητώ 3. αναπηδώ, ανασκιρτώ, ξεπετιέμαι 4. βλαστάνω, μεγαλώνω 5. εκτείνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • ανεβαίνω — (AM ἀναβαίνω) 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα επάνω 2. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο ή ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, μουλάρι κ.λπ. 3. κατευθύνομαι προς τον Θεό 4. φθάνω στον νου ή στην καρδιά 5. φυτρώνω 6. (για τιμή ή αξία) αυξάνομαι 7. (για ποτάμι)… …   Dictionary of Greek

  • βαδίζω — (AM βαδίζω) 1. κινούμαι, προχωρώ με προβολή του ενός ποδιού και στήριξη του άλλου στο έδαφος, εναλλάξ, σε κανονικό ρυθμό 2. κατευθύνομαι νεοελλ. 1. συμπεριφέρομαι, ενεργώ («καλά βαδίζει») 2. φρ. «βαδίζω επί τα ίχνη κάποιου» ή «βαδίζω στ αχνάρια… …   Dictionary of Greek

  • γιαγέρνω — και διαγέρνω 1. επιστρέφω 2. κατευθύνομαι 3. διαβαίνω, περνώ 4. πέφτω 5. αλλάζω γνώμη 6. επιστρέφω κάτι ή τό ξαναβάζω στη θέση του 7. ανασηκώνω κάτι 8. εγείρω, προκαλώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. γιαγέρνω < διαγέρνω < διεγείρω (πρβλ. για < δια) …   Dictionary of Greek

  • διεξάγω — (AM διεξάγω) [εξάγω] διενεργώ, φέρω εις πέρας μια υπόθεση μσν. φρ. «διεξάγω τὴν τοῡ παιδὸς ἡλικίαν» περνώ την παιδική ηλικία αρχ. 1. οδηγώ προς τα έξω περνώντας μέσα από κάτι ή από κάπου 2. κατευθύνομαι 3. εξετάζω, ερευνώ για εκδίκηση 4. διευθετώ …   Dictionary of Greek

  • εισίημι — εἰσίημι (Α) 1. στέλνω μέσα («ἐσῆκε τοὺς Πέρσας ἐς τὸ τεῑχος», Ηρόδ.) 2. μέσ. α) αφήνω να περάσει β) κατευθύνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”